αδιαφόρετων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αδιαφόρετων

  1. γενική πληθυντικού του αδιαφόρετος
  2. γενική πληθυντικού του αδιαφόρετη
  3. γενική πληθυντικού του αδιαφόρετο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.