αδιάθετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάθετος η αδιάθετη το αδιάθετο
      γενική του αδιάθετου της αδιάθετης του αδιάθετου
    αιτιατική τον αδιάθετο την αδιάθετη το αδιάθετο
     κλητική αδιάθετε αδιάθετη αδιάθετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάθετοι οι αδιάθετες τα αδιάθετα
      γενική των αδιάθετων των αδιάθετων των αδιάθετων
    αιτιατική τους αδιάθετους τις αδιάθετες τα αδιάθετα
     κλητική αδιάθετοι αδιάθετες αδιάθετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδιάθετος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιάθετος [1]
για την αρρώστια < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική indisposé
για τον νομικό όρο < ελληνιστική σημασία: αταχτοποίητος, που δεν έχει αφήσει διαθήκη

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈði̯a.θe.tos/ που δεν έχει διατεθεί
ΔΦΑ : /aˈði̯a.θe.tos/ & /aˈðʝa.θe.tos/ για όλες τις σημασίες
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδιάθετος

Επίθετο

αδιάθετος, -η, -ο

  1. που δεν έχει διατεθεί
    οι προμηθευτές δεν δέχονται επιστροφή των αδιάθετων εμπορευμάτων
  2. που έχει μια μικρή αδιαθεσία
    1. λίγο άρρωστος
    2. (για γυναίκες) που έχει περίοδο
  3. (νομικός όρος) αυτός που δεν άφησε διαθήκη.

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.