στέλνω αδιάβαστο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στέλνω αδιάβαστο: → δείτε τις λέξεις στέλνω και αδιάβαστος στην αιτιατική ενικού αδιάβαστο
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstelno aˈðʝavasto/
Έκφραση
στέλνω (κάποιον) αδιάβαστο
- (αργκό) αποστομώνω κάποιον αποδεικνύοντας ατράνταχτα ότι δεν έχει δίκιο ή ότι δεν ξέρει κάποιο θεματικό αντικείμενο
- (μεταφορικά) σκοτώνω κάποιον
- (κατ’ επέκταση) ευγενικότερη μορφή απειλής εναντίον κάποιου
Μεταφράσεις
στέλνω αδιάβαστο
|
→ δείτε τις λέξεις αποστομώνω και σκοτώνω |
Πηγές
- αδιάβαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.