αγχωμένο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

αγχωμένο

  1. αιτιατική ενικού του αγχωμένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αγχωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.