αγκυροβολημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγκυροβολημένος | η | αγκυροβολημένη | το | αγκυροβολημένο |
| γενική | του | αγκυροβολημένου | της | αγκυροβολημένης | του | αγκυροβολημένου |
| αιτιατική | τον | αγκυροβολημένο | την | αγκυροβολημένη | το | αγκυροβολημένο |
| κλητική | αγκυροβολημένε | αγκυροβολημένη | αγκυροβολημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγκυροβολημένοι | οι | αγκυροβολημένες | τα | αγκυροβολημένα |
| γενική | των | αγκυροβολημένων | των | αγκυροβολημένων | των | αγκυροβολημένων |
| αιτιατική | τους | αγκυροβολημένους | τις | αγκυροβολημένες | τα | αγκυροβολημένα |
| κλητική | αγκυροβολημένοι | αγκυροβολημένες | αγκυροβολημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγκυροβολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αγκυροβολώ
Μετοχή
αγκυροβολημένος -η -ο
- (ναυτικός όρος): (για πλοία) που έχει αγκυροβολήσει, έχει ρίξει άγκυρα κάπου,
- (συνεκδοχικά) που έχει αράξει κάπου
- αυτός που βρίσκεται επ' αγκύρα
Μεταφράσεις
αγκυροβολημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.