αγκυροβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγκυροβολώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγκυροβολῶ, συνηρημένος τύπος του ἀγκυροβολέω < ἄγκυρα + βάλλω (άγκυρ(α) + -ο- + -βολώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.ɾo.voˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκι‐ρο‐βο‐λώ
Ρήμα
αγκυροβολώ, αόρ.: αγκυροβόλησα, μτχ.π.π.: αγκυροβολημένος (χωρίς παθητική φωνή)
- ρίχνω την άγκυρα
- ↪ ένα πλοίο έχει αγκυροβολήσει στ' ανοιχτά
- (μεταφορικά) εγκαθίσταμαι, σταθεροποιούμαι σε πρόσφορο χώρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αγκυροβολώ | αγκυροβολούσα | θα αγκυροβολώ | να αγκυροβολώ | αγκυροβολώντας | |
| β' ενικ. | αγκυροβολείς | αγκυροβολούσες | θα αγκυροβολείς | να αγκυροβολείς | ||
| γ' ενικ. | αγκυροβολεί | αγκυροβολούσε | θα αγκυροβολεί | να αγκυροβολεί | ||
| α' πληθ. | αγκυροβολούμε | αγκυροβολούσαμε | θα αγκυροβολούμε | να αγκυροβολούμε | ||
| β' πληθ. | αγκυροβολείτε | αγκυροβολούσατε | θα αγκυροβολείτε | να αγκυροβολείτε | αγκυροβολείτε | |
| γ' πληθ. | αγκυροβολούν(ε) | αγκυροβολούσαν(ε) | θα αγκυροβολούν(ε) | να αγκυροβολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αγκυροβόλησα | θα αγκυροβολήσω | να αγκυροβολήσω | αγκυροβολήσει | ||
| β' ενικ. | αγκυροβόλησες | θα αγκυροβολήσεις | να αγκυροβολήσεις | αγκυροβόλησε | ||
| γ' ενικ. | αγκυροβόλησε | θα αγκυροβολήσει | να αγκυροβολήσει | |||
| α' πληθ. | αγκυροβολήσαμε | θα αγκυροβολήσουμε | να αγκυροβολήσουμε | |||
| β' πληθ. | αγκυροβολήσατε | θα αγκυροβολήσετε | να αγκυροβολήσετε | αγκυροβολήστε | ||
| γ' πληθ. | αγκυροβόλησαν αγκυροβολήσαν(ε) |
θα αγκυροβολήσουν(ε) | να αγκυροβολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αγκυροβολήσει | είχα αγκυροβολήσει | θα έχω αγκυροβολήσει | να έχω αγκυροβολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αγκυροβολήσει | είχες αγκυροβολήσει | θα έχεις αγκυροβολήσει | να έχεις αγκυροβολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αγκυροβολήσει | είχε αγκυροβολήσει | θα έχει αγκυροβολήσει | να έχει αγκυροβολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αγκυροβολήσει | είχαμε αγκυροβολήσει | θα έχουμε αγκυροβολήσει | να έχουμε αγκυροβολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αγκυροβολήσει | είχατε αγκυροβολήσει | θα έχετε αγκυροβολήσει | να έχετε αγκυροβολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αγκυροβολήσει | είχαν αγκυροβολήσει | θα έχουν αγκυροβολήσει | να έχουν αγκυροβολήσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αγκυροβολημένος - είμαστε, είστε, είναι αγκυροβολημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αγκυροβολημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αγκυροβολημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αγκυροβολημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αγκυροβολημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αγκυροβολημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αγκυροβολημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.