accolade
Αγγλικά (en)
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kɔ.lad/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| accolade | accolades |
accolade (fr) θηλυκό
- άγκιστρο στην τυπογραφία (τα σύμβολα { } )
- (αρχιτεκτονική) χαμηλό τόξο με καμπύλες προς τα κάτω και προς τα πάνω που μοιάζει με μαθηματική αγκύλη στη γοτθική αρχιτεκτονική
- το να περνά κανείς το μπράτσο γύρω από το λαιμό ή τους ώμους κάποιου, το αγκάλιασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.