accolade

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

accolade (en)

  1. ο έπαινος, η αναγνώριση
  2. το βραβείο
  3. το ιπποτικό χρίσμα



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɔ.lad/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
accolade accolades

accolade (fr) θηλυκό

  1. άγκιστρο στην τυπογραφία (τα σύμβολα { } )
  2. (αρχιτεκτονική) χαμηλό τόξο με καμπύλες προς τα κάτω και προς τα πάνω που μοιάζει με μαθηματική αγκύλη στη γοτθική αρχιτεκτονική
  3. το να περνά κανείς το μπράτσο γύρω από το λαιμό ή τους ώμους κάποιου, το αγκάλιασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.