αναρριχητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναρριχητικός η αναρριχητική το αναρριχητικό
      γενική του αναρριχητικού της αναρριχητικής του αναρριχητικού
    αιτιατική τον αναρριχητικό την αναρριχητική το αναρριχητικό
     κλητική αναρριχητικέ αναρριχητική αναρριχητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναρριχητικοί οι αναρριχητικές τα αναρριχητικά
      γενική των αναρριχητικών των αναρριχητικών των αναρριχητικών
    αιτιατική τους αναρριχητικούς τις αναρριχητικές τα αναρριχητικά
     κλητική αναρριχητικοί αναρριχητικές αναρριχητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναρριχητικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αναρριχητικός -ή -ό

Εκφράσεις

  • αναρριχητικό φυτό: φυτό που αναπτύσσεται καθ' ύψος στηριζόμενο ή περιστρεφόμενο γύρω από διάφορα στηρίγματα
ο κισσός είναι αναρριχητικό φυτό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.