αιγόκλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αιγόκλημα | τα | αιγοκλήματα |
| γενική | του | αιγοκλήματος | των | αιγοκλημάτων |
| αιτιατική | το | αιγόκλημα | τα | αιγοκλήματα |
| κλητική | αιγόκλημα | αιγοκλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιγόκλημα < → δείτε τη λέξη αγιόκλημα
Μεταφράσεις
αιγόκλημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.