αγγελόμορφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγγελόμορφος | η | αγγελόμορφη | το | αγγελόμορφο |
| γενική | του | αγγελόμορφου | της | αγγελόμορφης | του | αγγελόμορφου |
| αιτιατική | τον | αγγελόμορφο | την | αγγελόμορφη | το | αγγελόμορφο |
| κλητική | αγγελόμορφε | αγγελόμορφη | αγγελόμορφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγγελόμορφοι | οι | αγγελόμορφες | τα | αγγελόμορφα |
| γενική | των | αγγελόμορφων | των | αγγελόμορφων | των | αγγελόμορφων |
| αιτιατική | τους | αγγελόμορφους | τις | αγγελόμορφες | τα | αγγελόμορφα |
| κλητική | αγγελόμορφοι | αγγελόμορφες | αγγελόμορφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγγελόμορφος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγγελόμορφος. Συγχρονικά αναλύεται σε (άγγελος) αγγελό- + -μορφος (μορφή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟeˈlo.moɾ.fos/
Επίθετο
αγγελόμορφος, -η, -ο
- που έχει αγγελική μορφή
- ≈ συνώνυμα: αγγελοπρόσωπος, αγγελοκαμωμένος, αγγελοφτιαγμένος
- παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά της ένας αγγελόμορφος νέος
- (μεταφορικά) όμορφος σαν άγγελος
- τότε, αντίκρισε την αγγελόμορφη κόρη
- ελληνιστική κοινή: ἀγγελοειδής
- μεσαιωνικά ελληνικά: ἀγγελοζωγράφιστος
- καλλίμορφος (αρχαιοπρεπές)
Μεταφράσεις
αγγελόμορφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.