ἀγγελόμορφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγγελόμορφος | τὸ | ἀγγελόμορφον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀγγελομόρφου | τοῦ | ἀγγελομόρφου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀγγελομόρφῳ | τῷ | ἀγγελομόρφῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγγελόμορφον | τὸ | ἀγγελόμορφον | ||
| κλητική ὦ! | ἀγγελόμορφε | ἀγγελόμορφον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀγγελόμορφοι | τὰ | ἀγγελόμορφᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀγγελομόρφων | τῶν | ἀγγελομόρφων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγγελομόρφοις | τοῖς | ἀγγελομόρφοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγγελομόρφους | τὰ | ἀγγελόμορφᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀγγελόμορφοι | ἀγγελόμορφᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγγελομόρφω | τὼ | ἀγγελομόρφω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγγελομόρφοιν | τοῖν | ἀγγελομόρφοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀγγελόμορφος (ελληνιστική κοινή) < (ἄγγελος) ἀγγελό- + -μορφος (μορφή)
Επίθετο
ἀγγελόμορφος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- όμορφος σαν άγγελος, αγγελόμορφος
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Επιφάνιος Κωνσταντίας ή Σαλαμίνας, Homilia in assumptionem Christi, @catholiclibrary.org
- Ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν εὔφορον, τὴν καρποφοροῦσαν τριάκοντα καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑκατόν. Τριάκοντα τὸν τῆς σωφροσύνης ζυγόν· ἑξήκοντα τῆς ἀγγελομόρφου παρθενίας· ἑκατὸν τῆς θείας δικαιοσύνης, καὶ ἁγνείας, καὶ τῆς τῶν μαρτύρων ἀνδραγαθίας.
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Επιφάνιος Κωνσταντίας ή Σαλαμίνας, Homilia in assumptionem Christi, @catholiclibrary.org
Συγγενικά
- ἀγγελικός
- ἀγγελοειδής
- ἀγγελόεις
- ἀγγελο- & Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀγγελο- στο Βικιλεξικό
- ἀγγελοπρεπής
- ἀγγελοπρόσωπος
- → και δείτε τη λέξη ἄγγελος
Πηγές
- ἀγγελόμορφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.