αγέννητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγέννητος | η | αγέννητη | το | αγέννητο |
| γενική | του | αγέννητου | της | αγέννητης | του | αγέννητου |
| αιτιατική | τον | αγέννητο | την | αγέννητη | το | αγέννητο |
| κλητική | αγέννητε | αγέννητη | αγέννητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγέννητοι | οι | αγέννητες | τα | αγέννητα |
| γενική | των | αγέννητων | των | αγέννητων | των | αγέννητων |
| αιτιατική | τους | αγέννητους | τις | αγέννητες | τα | αγέννητα |
| κλητική | αγέννητοι | αγέννητες | αγέννητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
αγέννητος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγέννητος < ἀ- (στερητικό) + γεννητός
Επίθετο
αγέννητος, -η, -ο
- που δεν έχει γεννηθεί
- που δεν έχει αρχή, που δεν έχει δημιουργηθεί από κάτι άλλο, αυθύπαρκτος
- (με ενεργητική σημασία) που δεν έχει γεννήσει ακόμη
- η κατσίκα μου είναι ακόμη αγέννητη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γεννάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.