αγέννητων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγέννητων

  1. γενική πληθυντικού του αγέννητος
  2. γενική πληθυντικού του αγέννητη
  3. γενική πληθυντικού του αγέννητο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.