αβρότητα
Τρυφερότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβρότητα | οι | αβρότητες |
| γενική | της | αβρότητας | των | αβροτήτων |
| αιτιατική | την | αβρότητα | τις | αβρότητες |
| κλητική | αβρότητα | αβρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβρότητα < αρχαία ελληνική ἁβρότης < ἁβρός (: λεπτός, τρυφερός)
Ουσιαστικό
αβρότητα θηλυκό
- η λεπτότητα και η διακριτικότητα που συνδυάζονται με ευγένεια στη συμπεριφορά και την ομιλία
- συμπεριφέρθηκε με αβρότητα στους καλεσμένους της
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.