αναβρεξά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναβρεξά οι αναβρεξές
      γενική της αναβρεξάς των αναβρεξών
    αιτιατική την αναβρεξά τις αναβρεξές
     κλητική αναβρεξά αναβρεξές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβρεξά < αναβρεξ(ιά) (προφορά /a.na.vreˈksça/) + με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν < ανα- από το στερητικό α- + βρεξ(ι)ά. Δείτε και αναβρέχω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.vreˈksa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναβρεξά

Ουσιαστικό

αναβρεξά θηλυκό

Συνώνυμα

 και δείτε τη λέξη ανομβρία

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Βλ. Γάσπαρη Άλβυ, «Η ανομβρία εν Θήρα», στον τόμο Σαντορίνη, έκδ. του Μιχαήλ Δανέζη (Αθήνα, 1940), σ. 169.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.