έτυμα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ti.ma/
ομόηχα: αίτημα, έτοιμα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

έτυμα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έτυμο
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έτυμον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.