έτυμα
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
έτυμα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έτυμο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έτυμον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.