έτοιμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | έτοιμα | ||
| γενική | των | έτοιμων | ||
| αιτιατική | τα | έτοιμα | ||
| κλητική | έτοιμα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έτοιμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έτοιμος
Ουσιαστικό
έτοιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα χρήματα που έχει κάποιος αποταμιευμένα σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή σε κάποιο άλλο μέρος και τα οποία ξοδεύει, αντί να ξοδέψει όσα βγάζει την περίοδο εκείνη από τη δουλειά του ή άλλους τρόπους
- τρώει / ξοδεύει απ’ τα έτοιμα
Μεταφράσεις
έτοιμα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
έτοιμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του έτοιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.