αἶσα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἶσ αἱ αἶσαι
      γενική τῆς αἴσης τῶν αἰσῶν
      δοτική τῇ αἴσ ταῖς αἴσαις
    αιτιατική τὴν αἶσᾰν τὰς αἴσᾱς
     κλητική ! αἶσ αἶσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἴσ
γεν-δοτ τοῖν  αἴσαιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αἶσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁eǵ- (*h₂ei- κατά το Bailly), απ' όπου και αἴνυμαι, αἰτέω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αἶσα θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

*h₂ei- κατά το Bailly 2020

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.