ιντριγκαδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιντριγκαδόρος οι ιντριγκαδόροι
      γενική του ιντριγκαδόρου των ιντριγκαδόρων
    αιτιατική τον ιντριγκαδόρο τους ιντριγκαδόρους
     κλητική ιντριγκαδόρε ιντριγκαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιντριγκαδόρος < ίντριγκ(α) + -αδόρος

Ουσιαστικό

ιντριγκαδόρος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.