intrigue
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| intrigue | intrigues |
intrigue (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η μπερδεμένη και ενοχλητική κατάσταση
- (παρωχημένο) η κρυφή ερωτική σχέση, συνήθως σύντομη
- η δολοπλοκία,η σκευωρία, η ραδιουργία
- η ίντριγκα στο θέατρο, στον κινηματογράφο, σε ένα μυθιστόρημα, η πλοκή
- η ραδιουργία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.