κάδμιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- κάδμιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική cadmium < λατινική cadmia < αρχαία ελληνική καδμεία (μετάλλευμα ψευδαργύρου) < Κάδμος (μυθολογικός βασιλιάς της Θήβας)
Ουσιαστικό
κάδμιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 48 και χημικό σύμβολο το Cd
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάδμιο | τα | κάδμια |
| γενική | του | κάδμιου & καδμίου |
των | κάδμιων & καδμίων |
| αιτιατική | το | κάδμιο | τα | κάδμια |
| κλητική | κάδμιο | κάδμια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κάδμιο

Εφαρμογή σε επαναφορτιζόμενες μπαταρίες νικελίου-καδμίου.
Συγγενικά
- καδμιούχος
-
κάδμιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κάδμιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.