ἧττα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἧττ αἱ ἧτται
      γενική τῆς ἥττης τῶν ἡττῶν
      δοτική τῇ ἥττ ταῖς ἥτταις
    αιτιατική τὴν ἧττᾰν τὰς ἥττᾱς
     κλητική ! ἧττ ἧτται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἥττ
γεν-δοτ τοῖν  ἥτταιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἧττα < ἡσσάομαι / ἡττάομαι< ἧσσον / ἧττον

Ουσιαστικό

ἧττα θηλυκό

  1. καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μιας μάχης ή ενός πολέμου
      4ος πκε αιώνας Ἰσοκράτης, Παναθηναϊκός, 185
    Θαυμάζω δ᾽ εἴ τινες τὰς μάχας καὶ τὰς νίκας τὰς παρὰ τὸ δίκαιον γιγνομένας μὴ νομίζουσιν αἰσχίους εἶναι καὶ πλειόνων ὀνειδῶν μεστὰς ἢ τὰς ἥττας τὰς ἄνευ κακίας συμβαινούσας, καὶ ταῦτ᾽ εἰδότες ὅτι μεγάλαι δυνάμεις, πονηραὶ δὲ, πολλάκις γίγνονται κρείττους ἀνδρῶν σπουδαίων καὶ κινδυνεύειν ὑπὲρ τῆς πατρίδος αἱρουμένων.
    Εκπλήσσομαι που μερικοί δεν θεωρούν τις μάχες και τις νίκες που είναι αντίθετες προς το δίκαιο πιο αισχρές και πιο αξιοκατάκριτες από τις ήττες που δεν οφείλονται σε δειλία, και μάλιστα, ενώ γνωρίζουν ότι συχνά μεγάλα στρατεύματα συγκροτημένα από κακούς στρατιώτες υπερισχύουν στρατιών σπουδαίων ανδρών που αποφασίζουν να πολεμήσουν για την πατρίδα τους.
    Μετάφραση (2012): Αθανάσιος.Ι. Γιαγκόπουλος - Ζ.Ε Μαλαθούνη, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greeklanguage.gr
  2. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση της προσωπικότητας ή της βούλησης σε κάτι
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 9, 869e @scaife.perseus
    τὰ δὲ περὶ τὰ ἑκούσια καὶ κατʼ ἀδικίαν πᾶσαν γιγνόμενα τούτων πέρι καὶ ἐπιβουλῆς διʼ ἥττας ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν καὶ φθόνων, ταῦτα μετʼ ἐκεῖνα ἡμῖν λεκτέον.

  • αττικός τύπος: ἧσσα

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • δυσήττητος
  • ἐξηττάομαι
  • ἥττημα
  • ἥττων
  • ἀνήσσητος
  • ἀνθησσάομαι
  • ἡσσητέος
  • ἡττάομαι
  • ἡττάω

Αντώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.