έρπητας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έρπητας οι έρπητες
      γενική του έρπητα των ερπήτων
    αιτιατική τον έρπητα τους έρπητες
     κλητική έρπητα έρπητες
Δείτε και την κλίση του έρπης.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έρπητας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρπης, από την αιτιατική τὸν ἕρπητα[1] < ἕρπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serp- (έρπω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeɾ.pi.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έρπητας

Ουσιαστικό

έρπητας αρσενικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.