επιχείλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχείλιος η επιχείλια το επιχείλιο
      γενική του επιχείλιου της επιχείλιας του επιχείλιου
    αιτιατική τον επιχείλιο την επιχείλια το επιχείλιο
     κλητική επιχείλιε επιχείλια επιχείλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχείλιοι οι επιχείλιες τα επιχείλια
      γενική των επιχείλιων των επιχείλιων των επιχείλιων
    αιτιατική τους επιχείλιους τις επιχείλιες τα επιχείλια
     κλητική επιχείλιοι επιχείλιες επιχείλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιχείλιος < επι- + χείλος + -ιος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈçi.li.os/

Επίθετο

επιχείλιος

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.