ερημιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερημιά οι ερημιές
      γενική της ερημιάς των ερημιών
    αιτιατική την ερημιά τις ερημιές
     κλητική ερημιά ερημιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερημιά < αρχαία ελληνική ἐρημία

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɾiˈmɲa/

Ουσιαστικό

ερημιά θηλυκό

  1. απουσία ανθρώπων
  2. ο τόπος όπου δεν βρίσκονται άνθρωποι
  3. (σπάνιο) μοναξιά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.