έξωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έξωμος η έξωμη το έξωμο
      γενική του έξωμου της έξωμης του έξωμου
    αιτιατική τον έξωμο την έξωμη το έξωμο
     κλητική έξωμε έξωμη έξωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έξωμοι οι έξωμες τα έξωμα
      γενική των έξωμων των έξωμων των έξωμων
    αιτιατική τους έξωμους τις έξωμες τα έξωμα
     κλητική έξωμοι έξωμες έξωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έξωμος < ελληνιστική κοινή ἔξωμος < αρχαία ελληνική ἐξ + ὦμος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.kso.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έξωμος
παλιότερος συλλαβισμός: έξωμος

Επίθετο

έξωμος, -η, -ο

  1. που αφήνει τους ώμους έξω, που δεν τους καλύπτει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) έξωμο: το ένδυμα που αφήνει τους ώμους έξω, που δεν τους καλύπτει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.