έξωμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έξωμος | η | έξωμη | το | έξωμο |
| γενική | του | έξωμου | της | έξωμης | του | έξωμου |
| αιτιατική | τον | έξωμο | την | έξωμη | το | έξωμο |
| κλητική | έξωμε | έξωμη | έξωμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έξωμοι | οι | έξωμες | τα | έξωμα |
| γενική | των | έξωμων | των | έξωμων | των | έξωμων |
| αιτιατική | τους | έξωμους | τις | έξωμες | τα | έξωμα |
| κλητική | έξωμοι | έξωμες | έξωμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έξωμος < ελληνιστική κοινή ἔξωμος < αρχαία ελληνική ἐξ + ὦμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.kso.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ξω‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : έξ‐ω‐μος
Επίθετο
έξωμος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.