expense
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| expense | expenses |
Ουσιαστικό
expense (en)
- (μόνο πληθυντικός) τα έξοδα, τα χρήματα που δαπανώνται για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- ↪ I am limiting my expenses.
- Περιορίζω τα έξοδά μου.
- ↪ I am limiting my expenses.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.