εντομολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εντομολόγος | οι | εντομολόγοι |
| γενική | του/της | εντομολόγου | των | εντομολόγων |
| αιτιατική | τον/την | εντομολόγο | τους/τις | εντομολόγους |
| κλητική | εντομολόγε | εντομολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εντομολόγος < έντομ(ο) + -ο- + -λόγος, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική entomologiste
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εντομολόγος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.