εντομοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εντομοφάγος | οι | εντομοφάγοι |
| γενική | του/της | εντομοφάγου | των | εντομοφάγων |
| αιτιατική | τον/την | εντομοφάγο | τους/τις | εντομοφάγους |
| κλητική | εντομοφάγε | εντομοφάγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εντομοφάγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική entomophage < αρχαία ελληνική ἔντομ(ον) (< τέμνω) + -ο- + -φάγος
Συγγενικά
- εντομοφαγία
- → δείτε τις λέξεις έντομο και τρώω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.