böcek

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

böcek < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική بوجك (böcek) < παλαιά τουρκική [1] < πρωτοτουρκική *bȫgček

Προφορά

ΔΦΑ : /bɶˈd͡ʒɛc/
τυπογραφικός συλλαβισμός: cek

Ουσιαστικό

böcek (tr)

  1. (εντομολογία) το έντομο
  2. (πληροφορική) σφάλμα προγραμματισμού, συνήθως μικροσφάλμα, κόλλημα

Κλίση

Συγγενικά

Σύνθετα

Αναφορές

  1. böcek - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.