εντομοκτόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντομοκτόνος η εντομοκτόνος
& εντομοκτόνα
το εντομοκτόνο
      γενική του εντομοκτόνου της εντομοκτόνου
& εντομοκτόνας
του εντομοκτόνου
    αιτιατική τον εντομοκτόνο την εντομοκτόνο
& εντομοκτόνα
το εντομοκτόνο
     κλητική εντομοκτόνε εντομοκτόνε
& εντομοκτόνα
εντομοκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντομοκτόνοι οι εντομοκτόνοι
& εντομοκτόνες
τα εντομοκτόνα
      γενική των εντομοκτόνων των εντομοκτόνων των εντομοκτόνων
    αιτιατική τους εντομοκτόνους τις εντομοκτόνους
& εντομοκτόνες
τα εντομοκτόνα
     κλητική εντομοκτόνοι εντομοκτόνοι
& εντομοκτόνες
εντομοκτόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εντομοκτόνος < έντομ(ο) + -ο- + -κτόνος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική insecticide [1]

Επίθετο

εντομοκτόνος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.