εντομοκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντομοκτόνος | η | εντομοκτόνος & εντομοκτόνα |
το | εντομοκτόνο |
| γενική | του | εντομοκτόνου | της | εντομοκτόνου & εντομοκτόνας |
του | εντομοκτόνου |
| αιτιατική | τον | εντομοκτόνο | την | εντομοκτόνο & εντομοκτόνα |
το | εντομοκτόνο |
| κλητική | εντομοκτόνε | εντομοκτόνε & εντομοκτόνα |
εντομοκτόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντομοκτόνοι | οι | εντομοκτόνοι & εντομοκτόνες |
τα | εντομοκτόνα |
| γενική | των | εντομοκτόνων | των | εντομοκτόνων | των | εντομοκτόνων |
| αιτιατική | τους | εντομοκτόνους | τις | εντομοκτόνους & εντομοκτόνες |
τα | εντομοκτόνα |
| κλητική | εντομοκτόνοι | εντομοκτόνοι & εντομοκτόνες |
εντομοκτόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εντομοκτόνος < έντομ(ο) + -ο- + -κτόνος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική insecticide [1]
Μεταφράσεις
εντομοκτόνος
|
Αναφορές
- εντομοκτόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.