ένθετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ένθετος | η | ένθετη | το | ένθετο |
| γενική | του | ένθετου | της | ένθετης | του | ένθετου |
| αιτιατική | τον | ένθετο | την | ένθετη | το | ένθετο |
| κλητική | ένθετε | ένθετη | ένθετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ένθετοι | οι | ένθετες | τα | ένθετα |
| γενική | των | ένθετων | των | ένθετων | των | ένθετων |
| αιτιατική | τους | ένθετους | τις | ένθετες | τα | ένθετα |
| κλητική | ένθετοι | ένθετες | ένθετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ένθετος < αρχαία ελληνική ἔνθετος < ἐν + τίθημι
Επίθετο
ένθετος, -η, -ο
- που έχει προστεθεί ή προσαρμοσθεί με ένθεση
- πρόσθετος, εμβόλιμος
- (ουσιαστικοποιημένο) ένθετο: έντυπο με δική του θεματολογία και με σχετική αυτοτέλεια, που περιλαμβάνεται σε άλλο έντυπο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.