ένθεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ένθεση οι ενθέσεις
      γενική της ένθεσης* των ενθέσεων
    αιτιατική την ένθεση τις ενθέσεις
     κλητική ένθεση ενθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ένθεση < αρχαία ελληνική ἔνθεσις < ἐντίθημι < τίθημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰédʰeh₁- < *dʰeh₁-. Συγχρονικά αναλύεται σε έν- + θέση

Ουσιαστικό

ένθεση θηλυκό

  1. η τοποθέτηση μέσα ή επάνω σε κάτι
     συνώνυμα: (εισαγωγή), (εμφύτευση), επένθεση, παρεμβολή
     αντώνυμα: έκθεση (κατά την έννοια της αφαίρεσης)
    ένθεση εργαλείων στις θήκες τους
  2. (αρχιτεκτονική) ενδόμηση, εντοίχιση
  3. (λογοτεχνία) εγκιβωτισμός

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.