έμπειρα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈem.bi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμπειρα
παλιότερος συλλαβισμός: έμπειρα
ομόηχο: έμπυρα

Κλιτικός τύπος επιθέτου

έμπειρα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.