extent

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
extent extents

Ουσιαστικό

extent (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η έκταση, πόσο μεγάλο, σημαντικό, σοβαρό κτλ. είναι κάτι
    the extent of her knowledge - η έκταση των γνώσεων της
    I am estimating the extent of the damage.
    Υπολογίζω την έκταση των ζημιών.
    the extent of our trade/transactions with Egypt - η έκταση του εμπορίου μας/των συναλλαγών με την Αίγυπτο
  2. η έκταση, το φυσικό μέγεθος μιας περιοχής
    It’s five miles in extent.
    Έχει πέντε μίλια έκταση.
    We could see the full extent of the park.
    Μπορούσαμε να δούμε το πάρκα σε όλη του την έκταση.

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.