ημιέκταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ημιέκταση | οι | ημιεκτάσεις |
| γενική | της | ημιέκτασης* | των | ημιεκτάσεων |
| αιτιατική | την | ημιέκταση | τις | ημιεκτάσεις |
| κλητική | ημιέκταση | ημιεκτάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ημιεκτάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ημιέκταση θηλυκό
- στη γυμναστική, το τέντωμα ενός χεριού προς τα πλάγια, οριζόντια, ενώ το άλλο παραμένει τεντωμένο κατακόρυφα
Μεταφράσεις
ημιέκταση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.