έκρυθμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκρυθμος η έκρυθμη το έκρυθμο
      γενική του έκρυθμου της έκρυθμης του έκρυθμου
    αιτιατική τον έκρυθμο την έκρυθμη το έκρυθμο
     κλητική έκρυθμε έκρυθμη έκρυθμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκρυθμοι οι έκρυθμες τα έκρυθμα
      γενική των έκρυθμων των έκρυθμων των έκρυθμων
    αιτιατική τους έκρυθμους τις έκρυθμες τα έκρυθμα
     κλητική έκρυθμοι έκρυθμες έκρυθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έκρυθμος < ελληνιστική κοινή ἔκρυθμος < αρχαία ελληνική ἐκ + ῥυθμός

Επίθετο

έκρυθμος, -η, -ο

  1. έξω από τον κανονικό ρυθμό
  2. ανάστατος
  3. ανήσυχος
  4. αυτός που βρίσκεται στα πρόθυρα έκρηξης
  5. που πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.