άτλαντας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | άτλαντας | οι | άτλαντες |
| γενική | του | άτλαντα | των | ατλάντων |
| αιτιατική | τον | άτλαντα | τους | άτλαντες |
| κλητική | άτλαντα | άτλαντες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

παλιός άτλαντας που απεικονίζει τη Γαλλία

ο σπόνδυλος του άτλαντα
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
άτλαντας αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Άτλας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.