Ἄτλας

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Ἄτλας < ἀ- + πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *telh₂- «υφίσταμαι, υπομένω, υποφέρω» (ίσως να έχει και προελληνική προέλευση[1])

Κύριο όνομα

Ἄτλας αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) Άτλας / Άτλαντας· τιτάνας, γιος του Ιαπετού και της Κλυμένης

Αναφορές

  1. Robert S. P. Beekes, Etymological Dictionary of Greek, Brill, Λέιντεν – Βοστώνη, 2010, τ. Α΄, σελ. 163.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.