άσσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άσσος οι άσσοι
      γενική του άσσου των άσσων
    αιτιατική τον άσσο τους άσσους
     κλητική άσσε άσσοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άσσος < μεσαιωνική ελληνική άσσο[1] ή ύστερομεσαιωνική ελληνική άσος[2] < ιταλική asso[1] [2] [3] < λατινική as[2] (γενική: assis) < ετρουσκική

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άσσος

Ουσιαστικό

άσσος αρσενικό

Μεταφράσεις

  1. άσος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. άσος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. άσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.