σερβίς

Νέα ελληνικά (el)

βολεϊμπολίστας στο σερβίς σε ινδικό γραμματόσημο του 2012
τενίστας στο σερβίς

Ετυμολογία

σερβίς < (λόγιο δάνειο) γαλλική service[1] < λατινική servitium (δουλεία, εξυπηρέτηση) < servus (δούλος)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /seɾˈvis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σερβίς
τονικό παρώνυμο: σέρβις

Ουσιαστικό

σερβίς ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) η εκτέλεση της πρώτης βολής σε αθλήματα όπως το βόλεϊ και το τένις
  2. (παρωχημένο) το σερβίτσιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σερβίς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.