σερβίς
Νέα ελληνικά (el)

βολεϊμπολίστας στο σερβίς σε ινδικό γραμματόσημο του 2012

τενίστας στο σερβίς
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /seɾˈvis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐βίς
- τονικό παρώνυμο: σέρβις
Ουσιαστικό
σερβίς ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σερβίρω
Αναφορές
- σερβίς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.