αντρειεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντρειεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντρειεύω, (αντρείος + -εύω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /anˈdɾi̯e.vo/ & /an.dɾiˈe.vo/
Ρήμα
αντρειεύω, αόρ.: αντρείεψα, παθ.φωνή: αντρειεύομαι, π.αόρ.: αντρειεύτηκα, μτχ.π.π.: αντρειεμένος
- (λαϊκότροπο) γίνομαι ανδρείος, δυναμώνω
- ※ Νά τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.- Γιάννης Ρίτσος, «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», στίχοι 3-4, ποιητική συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968-1970)
- ※ Νά τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
- (παρωχημένο) ανδρώνομαι, μεγαλώνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντρειεύω | αντρείευα | θα αντρειεύω | να αντρειεύω | αντρειεύοντας | |
| β' ενικ. | αντρειεύεις | αντρείευες | θα αντρειεύεις | να αντρειεύεις | αντρείευε | |
| γ' ενικ. | αντρειεύει | αντρείευε | θα αντρειεύει | να αντρειεύει | ||
| α' πληθ. | αντρειεύουμε | αντρειεύαμε | θα αντρειεύουμε | να αντρειεύουμε | ||
| β' πληθ. | αντρειεύετε | αντρειεύατε | θα αντρειεύετε | να αντρειεύετε | αντρειεύετε | |
| γ' πληθ. | αντρειεύουν(ε) | αντρείευαν αντρειεύαν(ε) |
θα αντρειεύουν(ε) | να αντρειεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντρείεψα | θα αντρειέψω | να αντρειέψω | αντρειέψει | ||
| β' ενικ. | αντρείεψες | θα αντρειέψεις | να αντρειέψεις | αντρείεψε | ||
| γ' ενικ. | αντρείεψε | θα αντρειέψει | να αντρειέψει | |||
| α' πληθ. | αντρειέψαμε | θα αντρειέψουμε | να αντρειέψουμε | |||
| β' πληθ. | αντρειέψατε | θα αντρειέψετε | να αντρειέψετε | αντρειέψτε | ||
| γ' πληθ. | αντρείεψαν αντρειέψαν(ε) |
θα αντρειέψουν(ε) | να αντρειέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αντρειέψει | είχα αντρειέψει | θα έχω αντρειέψει | να έχω αντρειέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις αντρειέψει | είχες αντρειέψει | θα έχεις αντρειέψει | να έχεις αντρειέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει αντρειέψει | είχε αντρειέψει | θα έχει αντρειέψει | να έχει αντρειέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντρειέψει | είχαμε αντρειέψει | θα έχουμε αντρειέψει | να έχουμε αντρειέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε αντρειέψει | είχατε αντρειέψει | θα έχετε αντρειέψει | να έχετε αντρειέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντρειέψει | είχαν αντρειέψει | θα έχουν αντρειέψει | να έχουν αντρειέψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αντρειεύομαι | αντρειευόμουν(α) | θα αντρειεύομαι | να αντρειεύομαι | ||
| β' ενικ. | αντρειεύεσαι | αντρειευόσουν(α) | θα αντρειεύεσαι | να αντρειεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | αντρειεύεται | αντρειευόταν(ε) | θα αντρειεύεται | να αντρειεύεται | ||
| α' πληθ. | αντρειευόμαστε | αντρειευόμαστε αντρειευόμασταν |
θα αντρειευόμαστε | να αντρειευόμαστε | ||
| β' πληθ. | αντρειεύεστε | αντρειευόσαστε αντρειευόσασταν |
θα αντρειεύεστε | να αντρειεύεστε | (αντρειεύεστε) | |
| γ' πληθ. | αντρειεύονται | αντρειεύονταν αντρειευόντουσαν |
θα αντρειεύονται | να αντρειεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αντρειεύτηκα | θα αντρειευτώ | να αντρειευτώ | αντρειευτεί | ||
| β' ενικ. | αντρειεύτηκες | θα αντρειευτείς | να αντρειευτείς | αντρειέψου | ||
| γ' ενικ. | αντρειεύτηκε | θα αντρειευτεί | να αντρειευτεί | |||
| α' πληθ. | αντρειευτήκαμε | θα αντρειευτούμε | να αντρειευτούμε | |||
| β' πληθ. | αντρειευτήκατε | θα αντρειευτείτε | να αντρειευτείτε | αντρειευτείτε | ||
| γ' πληθ. | αντρειεύτηκαν αντρειευτήκαν(ε) |
θα αντρειευτούν(ε) | να αντρειευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αντρειευτεί | είχα αντρειευτεί | θα έχω αντρειευτεί | να έχω αντρειευτεί | αντρειεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αντρειευτεί | είχες αντρειευτεί | θα έχεις αντρειευτεί | να έχεις αντρειευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αντρειευτεί | είχε αντρειευτεί | θα έχει αντρειευτεί | να έχει αντρειευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αντρειευτεί | είχαμε αντρειευτεί | θα έχουμε αντρειευτεί | να έχουμε αντρειευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αντρειευτεί | είχατε αντρειευτεί | θα έχετε αντρειευτεί | να έχετε αντρειευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αντρειευτεί | είχαν αντρειευτεί | θα έχουν αντρειευτεί | να έχουν αντρειευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αντρειεμένος - είμαστε, είστε, είναι αντρειεμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αντρειεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αντρειεμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αντρειεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αντρειεμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αντρειεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αντρειεμένοι | |||||
Μεταφράσεις
αντρειεύω
|
|
Πηγές
- αντρειεύω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.