αντρίκειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντρίκειος η αντρίκεια το αντρίκειο
      γενική του αντρίκειου της αντρίκειας του αντρίκειου
    αιτιατική τον αντρίκειο την αντρίκεια το αντρίκειο
     κλητική αντρίκειε αντρίκεια αντρίκειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντρίκειοι οι αντρίκειες τα αντρίκεια
      γενική των αντρίκειων των αντρίκειων των αντρίκειων
    αιτιατική τους αντρίκειους τις αντρίκειες τα αντρίκεια
     κλητική αντρίκειοι αντρίκειες αντρίκεια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αντρίκειος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντρίκειος < ἀνδρίκειος < αρχαία ελληνική ἀνδρικός κατά το γυναίκειος < ἀνήρ [1][2][3]
Κατά το Λεξικό «Τριανταφυλλίδη», αντρικ(ός) + -ειος κατά το γυναίκειος[4]

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdɾi.cos/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντρίκειος

Επίθετο

αντρίκειος, -α, -ο

  • που φέρεται με ανδρεία και θάρρος ή χαρακτηρίζεται απ' αυτά (ή από άλλα που θεωρούνται ανδρικά χαρακτηριστικά)
    Είναι ντόμπρος, με αντρίκειο φέρσιμο, δεν κάνει γυναικουλίστικες πονηριές.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «άντρας, αντρίκειος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. ανδρίκειος -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  3. αντρίκιος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. αντρίκειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.