αντρεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντρεία οι αντρείες
      γενική της αντρείας των αντρειών
    αιτιατική την αντρεία τις αντρείες
     κλητική αντρεία αντρείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντρεία < αντρειά με μετακίνηση τόνου < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀντρειά < ἀντρεία < αρχαία ελληνική ἀνδρεία (προφορά του ⟨ντ⟩ με [nd]) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντρεία

Ουσιαστικό

αντρεία θηλυκό

Συγγενικά

  • με αντρ- και με ανδρ-  δείτε στο ανδρεία

 και δείτε τη λέξη άντρας

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.