άνηθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | άνηθος | οι | άνηθοι |
| γενική | του | άνηθου | των | άνηθων |
| αιτιατική | τον | άνηθο | τους | άνηθους |
| κλητική | άνηθε | άνηθοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Άνηθος
Ετυμολογία
- άνηθος < άνηθο (ουδέτερο) με μεταπλασμό σε αρσενικό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄνηθον [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ni.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νη‐θος
Ουσιαστικό
άνηθος αρσενικό
- (φυτό) αρωματικό μονοετές φυτό του είδους Anethum graveolens - Άνηθον το βαρύοσμον της οικογένειας των Σελινοειδών (Apiaceae)
Συγγενικά
- αγριάνηθο
- άνηθο
- ανηθόλη
- ανηθόσπορος
-
άνηθος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- άνηθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- άνηθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- άνηθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ἄνηθον, ἄνηθος - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.