ἄνηθον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄνηθον τὰ ἄνηθ
      γενική τοῦ ἀνήθου τῶν ἀνήθων
      δοτική τῷ ἀνήθ τοῖς ἀνήθοις
    αιτιατική τὸ ἄνηθον τὰ ἄνηθ
     κλητική ! ἄνηθον ἄνηθ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνήθω
γεν-δοτ τοῖν  ἀνήθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄνηθον < λείπει η ετυμολογία
Ζωγραφική απεικόνιση του άνηθου σε ένα χειρόγραφο του βιβλίου Περὶ ὕλης ἰατρικῆς του Διοσκουρίδη Πεδάνιου (Codex Aniciae Julianae, 6ος αιώνας κε).

Ουσιαστικό

ἄνηθον, -ου ουδέτερο, (δεν πρέπει να συγχέεται με τη λέξη ἄννησον και τις παραλλαγές της, γιατί είναι διαφορετικό φυτό)

  • (φυτό, γαστρονομία) άνηθος (Anethum graveolens)
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.89, p.214,, @scaife.perseus
    Ἢν βούλῃ γυναῖκα κυῆσαι, καθῆραι αὐτὴν καὶ τὰς μήτρας, ἔπειτα δίδου ἄνηθον ἐσθίειν νήστει, καὶ οἶνον ἐπιπίνειν ἄκρητον,
      2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, 23.23 @scaife.perseus
    Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸ ἔλεος καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφεῖναι.
    Αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι δίνετε (στο ναό) το ένα δέκατο από τον δυόσμο και το άνηθο και το κύμινο, αλλ' αφήσατε τα σπουδαιότερα του νόμου, την ευσπλαγχνία και το έλεος και τη φιλανθρωπία. Και αυτά έπρεπε να κάνετε, αλλά και εκείνα να μην αφήνετε.
    Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org
      2ος κε αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 9.8, 624, p. 13.316 @scaife.perseus
    τὰ δ’ ἐν αἰδοίοις ἕλκη καὶ κατὰ τὴν ἕδραν χωρὶς φλεγμονῆς ὄντα ξηραινόντων πάνυ δεῖται φαρμάκων, οἷά ἐστι τό τε διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κεκαυμένη.

  • ἄννηθον
     δείτε παράθεμα στο ἄννηθον
  • αιολικός τύπος: ἄννητον
  • αιολικός τύπος: ἄνητον
  • ἄννητος

Συνώνυμα

  • ἀνίκητον

Παράγωγα

  • ἀνηθέλαιον
  • ἀνήθινος
  • ἀνηθίτης
  • ἀνηθοειδής
  • ἀνηθοποίητος
  • ἀννήθιον

Απόγονοι

ἄνηθον (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: άνηθος
λατινικά: anethum

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.