άκατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άκατος | οι | άκατοι |
| γενική | της | ακάτου | των | ακάτων |
| αιτιατική | την | άκατο | τις | ακάτους |
| κλητική | άκατε (άκατο) |
άκατοι | ||
| Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άκατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκατος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ka.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐κα‐τος
Ουσιαστικό
άκατος θηλυκό
Συγγενικά
- ακάτιο
- ατμάκατος
- βενζινάκατος
- πετρελαιάκτος
- πυραυλάκατος
- σεληνάκατος
- τορπιλάκατος
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-άκατος»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.