ατμάκατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατμάκατος οι ατμάκατοι (ατμάκατες)
      γενική της ατμακάτου των ατμακάτων
    αιτιατική την ατμάκατο τις ατμακάτους (ατμάκατες)
     κλητική ατμάκατε (ατμάκατο) ατμάκατοι (ατμάκατες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατμάκατος < ατμός (ατμ-) + άκατος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chaloupe à vapeur[1]

Ουσιαστικό

ατμάκατος θηλυκό

  • (ναυτικός όρος) μικρό σκάφος, άκατος, που φέρει ατμομηχανή

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.