ἄκατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἄκατος | αἱ | ἄκατοι |
| γενική | τῆς | ἀκάτου | τῶν | ἀκάτων |
| δοτική | τῇ | ἀκάτῳ | ταῖς | ἀκάτοις |
| αιτιατική | τὴν | ἄκατον | τὰς | ἀκάτους |
| κλητική ὦ! | ἄκατε | ἄκατοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκάτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀκάτοιν | ||
| Και σπανίως αρσενικό, με τις ίδιες καταλήξεις. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἄκατος < ομόρριζο με ἀκή και ἄκαινα (άκανθα, αιχμή, ακμή)
Ουσιαστικό
ἄκατος θηλυκό (και σπανίως αρσενικό)
- (ναυτικός όρος) πλοιάριο που χρησιμοποιείτο στον εμπορικό και πολεμικό στόλο, αλλά και στα μυστήρια και που ίσως ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν μυτερή η πρώρα του
- κύπελλο σε σχήμα πλοίου
Συγγενικά
- ἀκάτιον λέμβος, πλοιάριο πειρατικό ή επικουρικό
Πηγές
- ἄκατος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄκατος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.