σεληνάκατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σεληνάκατος οι σεληνάκατοι (σεληνάκατες)
      γενική της σεληνακάτου των σεληνακάτων
    αιτιατική τη σεληνάκατο τις σεληνακάτους (σεληνάκατες)
     κλητική σεληνάκατε (σεληνάκατο) σεληνάκατοι (σεληνάκατες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεληνάκατος < σελήν(η) + άκατος

Προφορά

ΔΦΑ : /se.liˈna.ka.tos/
Η σεληνάκατος του Apollo 11 στην επιφάνεια της Σελήνης.

Ουσιαστικό

σεληνάκατος θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.